θεοδμάτα

θεοδμάτα
θεοδμά̱τᾱ , θεόδμητος
god-built
fem nom/voc/acc dual (doric)
θεοδμά̱τᾱ , θεόδμητος
god-built
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θεόδμητος — και θεοδόμητος, η, ο (Α θεόδμητος, δωρ. τ. θεόδματος, ον, θηλ. και θεοδμάτα) ο κτισμένος ή θεμελιωμένος από θεό («Ἀθηνῶν τῶν θεοδμήτων», Σοφ.) νεοελλ. (για μονές ή ναούς) ο κτισμένος για προσκύνηση και λατρεία τού θεού αρχ. αυτός που έχει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”